αμαξοστάσιο

αμαξοστάσιο
το
χώρος όπου σταθμεύουν, φυλάσσονται και επισκευάζονται μεγάλα οχήματα, όπως φορτηγά, λεωφορεία, τρόλεϋ και σιδηροδρομικά οχήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < άμαξα + -στάσιο*, απαντά δε για πρώτη φορά στο περιοδικό σύγγραμμα Όμηρος το 1875. ΣΥΝΘ νεοελλ. αμαξοστασιάρχης·].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αμαξοστάσιο — το στεγασμένος χώρος για τη στάθμευση ή επισκευή αμαξών ή άλλων οχημάτων: Το λεωφορείο πήγαινε για το αμαξοστάσιο, γι αυτό δεν έπαιρνε επιβάτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Metro Thessaloniki — Karte der geplanten Metro Thessaloniki …   Deutsch Wikipedia

  • -στάσιο — στάσιον, ΝΜΑ β’ συνθετικό ουδ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στο ρ. ἵστημι «στέκομαι, βρίσκομαι» και εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα στă τού ρ. (πρβλ. στά σις, στατός). Τα σύνθ. αυτά εμφανίζουν ως α συνθετικό ουσιαστικά (με… …   Dictionary of Greek

  • άμαξα — η (Α ἅμαξα και ἄμαξα) 1. τροχοφόρο που σύρεται από υποζύγια και χρησιμοποιείται για μεταφορά ανθρώπων ή πραγμάτων από τόπο σε τόπο (στα αρχ., ειδικότερα, ο σκελετός, το πλαίσιο τής άμαξας, το αμάξωμα πρβλ. και ἀπήνη) 2. φρ. «τού λέω (ή τού ψέλνω) …   Dictionary of Greek

  • αμαξάδικος — η, ο 1. ο σχετικός με την άμαξα ή αυτός που αρμόζει σε αμαξά 2. το ουδ. ως ουσ. το αμαξάδικο α) εργοστάσιο κατασκευής ή επισκευής αμαξών β) τόπος στάθμευσης αμαξών, αμαξοστάσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμαξαδ , θ. τής λ. αμαξάς, άδες + παραγ. κατάλ. ικος] …   Dictionary of Greek

  • αμαξοστασιάρχης — ο προϊστάμενος αμαξοστασίου λεωφορείων, σιδηροδρόμων, τρόλεϋ ή τραμ, που έχει ως έργο τη φύλαξη και συντήρηση τών αμαξών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμαξοστάσιο + παραγ. κατάλ. άρχης] …   Dictionary of Greek

  • αμαξοφύλακας — ο 1. φύλακας αμαξών 2. αυτός που εποπτεύει και φροντίζει στον σταθμό ή στο αμαξοστάσιο τις σιδηροδρομικές άμαξες. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμαξα + φύλακας] …   Dictionary of Greek

  • καρουχαρείον — καρουχαρεῑον, τὸ (Μ) [καρουχάριος] αμαξοστάσιο …   Dictionary of Greek

  • ρεμιζάρω — Ν 1. αναπαύομαι, αράζω 2. παρκάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. remiser «τοποθετώ άμαξα στο αμαξοστάσιο» (βλ. και λ. ρεμίζα)] …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Σιδηροδρομικό (Αθηνών) — Το πρώτο του είδους του της χώρας μας στεγάζεται σε ένα παλιό αμαξοστάσιο από το 1979 (Σώκου 4 & Λιοσίων 301, Σεπόλια). Στην κατάλληλα διαμορφωμένη κεντρική αίθουσα του αμαξοστασίου φιλοξενούνται μερικά θαυμάσια δείγματα από τις αμαξοστοιχίες που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”